μπερδεύω
[berˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -εύτηκα; -εμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verwickelnμπερδεύω κλωστήμπερδεύω κλωστή
- verwechseln (με mit)μπερδεύω κατά λάθοςμπερδεύω κατά λάθος
- durcheinanderbringenμπερδεύω δημιουργώ αταξίαμπερδεύω δημιουργώ αταξία
- irritieren, verwirrenμπερδεύω συγχύζωμπερδεύω συγχύζω