„μοχθώ“: αμετάβατο ρήμα μοχθώ [moxˈθo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ackern ackern μοχθώ μοχθώ