„μουρμούρης“: αρσενικό μουρμούρης [murˈmuris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Meckerer Meckererαρσενικό | Maskulinum, männlich m μουρμούρης μουρμούρης