μονοθέσιο
[monoˈθesio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einsitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμονοθέσιο αεροπορία | Luftfahrtαεροπ αυτοκίνητο | Autoαυτοκμονοθέσιο αεροπορία | Luftfahrtαεροπ αυτοκίνητο | Autoαυτοκ