μολύνω
[moˈlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να; -νθηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
  -   verschmutzen, verunreinigenμολύνω ατμόσφαιρα, περιβάλλονμολύνω ατμόσφαιρα, περιβάλλον
-   verseuchenμολύνω τρόφιμα, νερόμολύνω τρόφιμα, νερό
-   infizierenμολύνω ιατρική | Medizinιατρ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμολύνω ιατρική | Medizinιατρ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
