μοιρασιά
[miraˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f, μοίρασμα [ˈmirazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Aufteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fμοιρασιά χωρισμόςμοιρασιά χωρισμός
- Verteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fμοιρασιά διανομήμοιρασιά διανομή
- Gebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμοιρασιά στα χαρτιάμοιρασιά στα χαρτιά