μνημονικό
[mnimoniˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erinnerungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμνημονικόGedächtnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nμνημονικόμνημονικό