„μηνύω“: μεταβατικό ρήμα μηνύω [miˈnio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) anzeigen, verklagen anzeigen, verklagen μηνύω νομικός όρος | Rechtswesenνομ μηνύω νομικός όρος | Rechtswesenνομ