„μετριοπαθής“ μετριοπαθής [metriopaˈθis], μετριοπαθής, μετριοπαθέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gemäßigt, maßvoll gemäßigt, maßvoll μετριοπαθής μετριοπαθής