„μετασκευάζω“: μεταβατικό ρήμα μετασκευάζω [metaskjeˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) umbauen umbauen μετασκευάζω μετατρέπω κατασκευή μετασκευάζω μετατρέπω κατασκευή