„μετανιώνω“: μεταβατικό ρήμα μετανιώνω [metaˈɲono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bereuen, büßen bereuen (αιτιατική | Akkusativakk γιααιτιατική | Akkusativ akk) μετανιώνω büßen μετανιώνω μετανιώνω