μεθοδικότητα
[meθoðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Methodikθηλυκό | Femininum, weiblich fμεθοδικότηταSystematikθηλυκό | Femininum, weiblich fμεθοδικότηταμεθοδικότητα