μεγαλοποιώ
[meɣalopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- aufbauschen, übertreibenμεγαλοποιώμεγαλοποιώ
- auswalzenμεγαλοποιώ τεχνική | Technikτεχνμεγαλοποιώ τεχνική | Technikτεχν