μακροεντολή
[makroendoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Makroαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/nμακροεντολή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμακροεντολή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ