μαθηματικά
[maθimatiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Mathematikθηλυκό | Femininum, weiblich fμαθηματικάμαθηματικά
- Matheθηλυκό | Femininum, weiblich fμαθηματικά οικείο | umgangssprachlichοικμαθηματικά οικείο | umgangssprachlichοικ