μαγνητικός
[maɣnitiˈkos], μαγνητική, μαγνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- magnetisch, Magnet-μαγνητικόςμαγνητικός
exemples
- μαγνητικήθηλυκό | Femininum, weiblich f τομογραφία ιατρική | MedizinιατρKernspintomografieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαγνητική βελόναθηλυκό | Femininum, weiblich fMagnetnadelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαγνητική ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMagnetbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples