μήτρα
[ˈmitra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gebärmutterθηλυκό | Femininum, weiblich fμήτρα ανατομία | AnatomieανατUterusαρσενικό | Maskulinum, männlich mμήτρα ανατομία | Anatomieανατμήτρα ανατομία | Anatomieανατ
- Matrixθηλυκό | Femininum, weiblich fμήτρα μαθηματικά | Mathematikμαθμήτρα μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Matrizeθηλυκό | Femininum, weiblich fμήτρα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρμήτρα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ