„μέλλων“: επίθετο, ως επίθετο μέλλων [ˈmelon]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μέλλουσα, μέλλον Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) künftig (zu)künftig μέλλων μέλλων „μέλλων“: αρσενικό μέλλων [ˈmelon]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-οντος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Futur Futurουδέτερο | Neutrum, sächlich n μέλλων γραμματική | Grammatikγραμμ μέλλων γραμματική | Grammatikγραμμ