λύνω
[ˈlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- lösenλύνω πρόβλημα, κόμπολύνω πρόβλημα, κόμπο
- λύνω σκύλο, σκοινί
- zerlegen, demontierenλύνω έπιπλο, μηχανήλύνω έπιπλο, μηχανή
- beilegenλύνω διαφοράλύνω διαφορά
- lösenλύνω αίνιγμαλύνω αίνιγμα
- losschnallenλύνω ζώνη ασφαλείαςλύνω ζώνη ασφαλείας