„λυγερός“ λυγερός [lijeˈros], λυγερή, λυγερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) biegsam, graziös, schlank biegsam λυγερός ευλύγιστος λυγερός ευλύγιστος graziös λυγερός χαριτωμένος λυγερός χαριτωμένος (gerten)schlank λυγερός λεπτός, κομψός λυγερός λεπτός, κομψός