„λιθοξόος“: αρσενικό λιθοξόος [liθoˈksoos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Steinmetz Steinmetzαρσενικό | Maskulinum, männlich m λιθοξόος λιθοξόος