λεπτεπίλεπτος
[lepteˈpileptos], λεπτεπίλεπτη, λεπτεπίλεπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hauchzartλεπτεπίλεπτοςλεπτεπίλεπτος
- zerbrechlichλεπτεπίλεπτος άτομολεπτεπίλεπτος άτομο