λειτουργία
[liturˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Funktionθηλυκό | Femininum, weiblich fλειτουργία μηχανής, καρδιάςλειτουργία μηχανής, καρδιάς
- Betriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mλειτουργία ενέργειαλειτουργία ενέργεια
- Andachtθηλυκό | Femininum, weiblich fλειτουργία θρησκεία | Religionθρησκλειτουργία θρησκεία | Religionθρησκ
- Messeθηλυκό | Femininum, weiblich fλειτουργία καθολικόςλειτουργία καθολικός
exemples
- (θέτω) σε λειτουργία/εκτός λειτουργίαςin/außer Betrieb (setzen)
- ώρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl λειτουργίαςÖffnungszeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- λειτουργία DOSDOS-Modusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples