λαστιχένιος
[lastiˈçeɲos], λαστιχένια, λαστιχένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- aus Gummi, Gummi-λαστιχένιοςλαστιχένιος
- elastischλαστιχένιος ελαστικόςλαστιχένιος ελαστικός
- biegsamλαστιχένιος ευλύγιστος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλαστιχένιος ευλύγιστος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- λαστιχένια μπόταθηλυκό | Femininum, weiblich fGummistiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λαστιχένια στολήθηλυκό | Femininum, weiblich fGummianzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λαστιχένια σφαίραθηλυκό | Femininum, weiblich fGummigeschossουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples