„λασπωμένος“ λασπωμένος [laspoˈmenos], λασπωμένη, λασπωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verdreckt, matschig verdreckt λασπωμένος βρόμικος λασπωμένος βρόμικος matschig λασπωμένος δρόμος λασπωμένος δρόμος