λαθρεμπόριο
[laθremˈborio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schmuggelαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαθρεμπόριο εισαγωγή, εξαγωγήλαθρεμπόριο εισαγωγή, εξαγωγή
- Schwarzhandelαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαθρεμπόριο απαγορευμένων ειδώνλαθρεμπόριο απαγορευμένων ειδών
exemples