κύτταρο
[ˈkjitaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zelleθηλυκό | Femininum, weiblich fκύτταρο βιολογία | Biologieβιολκύτταρο βιολογία | Biologieβιολ
exemples
- κύτταρο φονιάςKillerzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f