κόρακας
[ˈkorakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, κοράκι [koˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rabeαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόρακας ζωολογία | Zoologieζωολκόρακας ζωολογία | Zoologieζωολ