κόπωση
[ˈkoposi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Beanspruchungθηλυκό | Femininum, weiblich fκόπωση τεχνική | Technikτεχνκόπωση τεχνική | Technikτεχν