κρύος
[ˈkrios], κρύα, κρύοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- kaltκρύοςκρύος
- kühlκρύος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκρύος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- geschmacklos, faulκρύος αστείοκρύος αστείο
exemples
- κρύος ιδρώταςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAngstschweißαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-