κρεμαστός
[kremasˈtos], κρεμαστή, κρεμαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hängendκρεμαστόςκρεμαστός
exemples
- κρεμαστά αυτιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSegelohrenπληθυντικός | Plural pl
- κρεμαστή γέφυραθηλυκό | Femininum, weiblich fHängebrückeθηλυκό | Femininum, weiblich fZiehbrückeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Hängeschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples