κρατικοποίηση
[kratikoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verstaatlichungθηλυκό | Femininum, weiblich fκρατικοποίησηNationalisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκρατικοποίησηκρατικοποίηση