„κούκκος“: αρσενικό κούκκος [ˈkukos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Kuckuck Kuckuckαρσενικό | Maskulinum, männlich m κούκκος ζωολογία | Zoologieζωολ κούκκος ζωολογία | Zoologieζωολ