„κουράρω“: μεταβατικό ρήμα κουράρω [kuˈraro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) kurieren, behandeln kurieren, behandeln κουράρω επιβλέπω ασθενή κουράρω επιβλέπω ασθενή