„κουβάς“: αρσενικό κουβάς [kuˈvas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Eimer, Kübel Eimerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουβάς Kübelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουβάς κουβάς