κοσμογυρισμένος
[kozmojirizˈmenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Globetrotterαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοσμογυρισμένοςWeltenbummlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοσμογυρισμένοςκοσμογυρισμένος