„κοροϊδευτικός“ κοροϊδευτικός [koroiðeftiˈkos], κοροϊδευτική, κοροϊδευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) spöttisch, höhnisch spöttisch, höhnisch κοροϊδευτικός κοροϊδευτικός