„κορνιζάρω“: μεταβατικό ρήμα κορνιζάρω [korniˈzaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) einrahmen einrahmen κορνιζάρω φωτογραφία κορνιζάρω φωτογραφία