„κοινωνικά“: επίρρημα κοινωνικά [kjinoniˈka]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gesellschaftlich, sozial gesellschaftlich, sozial κοινωνικά κοινωνικά exemples κοινωνικά αποδεκτός gesellschaftsfähig κοινωνικά αποδεκτός