κοιλότητα
[kjiˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vertiefungθηλυκό | Femininum, weiblich fκοιλότηταHöhlungθηλυκό | Femininum, weiblich fκοιλότηταMuldeθηλυκό | Femininum, weiblich fκοιλότητακοιλότητα
- Höhleθηλυκό | Femininum, weiblich fκοιλότητα ιατρική | Medizinιατρκοιλότητα ιατρική | Medizinιατρ
exemples
- κοιλότητα κοιλάδαςTalsenkeθηλυκό | Femininum, weiblich f