κλονίζω
[kloˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erschütternκλονίζω πίστη, υγεία, οικοδόμημα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκλονίζω πίστη, υγεία, οικοδόμημα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- angreifenκλονίζω υγείακλονίζω υγεία