κλειδωμένος
[kliðoˈmenos], κλειδωμένη, κλειδωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verschlossen, zugesperrtκλειδωμένοςκλειδωμένος
exemples
- ήμουν κλειδωμένος στο διαμέρισμαich war in der Wohnung eingeschlossen