„κλέφτης“: αρσενικό κλέφτης [ˈkleftis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dieb Diebαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλέφτης κλέφτης exemples κλέφτης αυτοκινήτων Autodiebαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλέφτης αυτοκινήτων