„καυσόξυλα“: πληθυντικός ουδετέρου καυσόξυλα [kafˈsoksila]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Brennholz, Feuerholz Brennholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n καυσόξυλα Feuerholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n καυσόξυλα καυσόξυλα