„κατευνασμός“: αρσενικό κατευνασμός [katevnazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Milderung Milderungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατευνασμός κατευνασμός exemples κατευνασμός πόνου Schmerzlinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατευνασμός πόνου