καταχώρηση
[kataˈxorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verbuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταχώρηση εμπόριο | Handelεμπκαταχώρηση εμπόριο | Handelεμπ
- Eintragαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταχώρηση εγγραφήEintragungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταχώρηση εγγραφήκαταχώρηση εγγραφή
- Registrierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταχώρηση σε κατάλογοκαταχώρηση σε κατάλογο
exemples
- καταχώρηση δεδομένωνDateneingabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Eintragungθηλυκό | Femininum, weiblich fins Handelsregister