„κατατομή“: θηλυκό κατατομή [katatoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Profil, Schnitt Profilουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατατομή προσώπου κατατομή προσώπου Schnittουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατατομή οικοδομήματος κατατομή οικοδομήματος