καταπάτηση
[kataˈpatisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verletzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταπάτηση νόμου, δικαιωμάτωνκαταπάτηση νόμου, δικαιωμάτων