„καταληκτικός“ καταληκτικός [kataliktiˈkos], καταληκτική, καταληκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schluss- Schluss- καταληκτικός καταληκτικός exemples καταληκτικός φθόγγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γραμματική | Grammatikγραμμ Auslautαρσενικό | Maskulinum, männlich m καταληκτικός φθόγγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γραμματική | Grammatikγραμμ