κατάκτηση
[kaˈtaktisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Eroberungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάκτηση κατάληψηκατάκτηση κατάληψη
- Errungenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάκτηση επιτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατάκτηση επιτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Eroberungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάκτηση ερωτική επιτυχίακατάκτηση ερωτική επιτυχία
exemples
- κατάκτηση διάκρισηςEminenzθηλυκό | Femininum, weiblich f